διασπορά,-ᾶς

διασπορά,-ᾶς
+ N 1 2-0-3-3-4=12 Dt 28,25; 30,4; Is 49,6; Jer 15,7; 41(34),17
scattering, dispersion (of the Jews among the gentiles) Jdt 5,19; the dispersed (Jews among the gentiles)
Ps 146(147),2
*DnLXX 12,2 εἰς διασποράν to dispersion corr. εἰς διαφθοράν to corruption, cpr. Jer 13,14, or-⋄דרא Aram.? for MT לדראון to abhorrence, horror?; *Dt 28,25 ἐν διασπορᾷ in dispersion-⋄זרע (זרוע Aram. sowing) for MT זעוה/ל as a horror, see also Jer 41(34),17, cpr. Jer 15,7, 24,9; *Jer 15,7 ἐν διασπορᾷ in dispersion-⋄זרה? for MT מזרה/ב (winnow) with a pitchfork, cpr. Dt 28,25, Jer 41(34),17
neol.; see διασκορπισμός
Cf. ALFRINK 1959 367-368(Dn 12,2); SEELIGMANN 1948, 112-113; VAN UNNIK 1993, 69-88; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διασπορά — διασπορά̱ , διασπορά scattering fem nom/voc/acc dual διασπορά̱ , διασπορά scattering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασπορᾷ — διασπορά scattering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασπείρω, η διάδοση: Οι Έλληνες της διασποράς έχουν διαπρέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …   Dictionary of Greek

  • διασποράν — διασπορά̱ν , διασπορά scattering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασποράς — διασπορά̱ς , διασπορά scattering fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασποραῖς — διασπορά scattering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασποραί — διασπορά scattering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασπορᾶς — διασπορά scattering fem gen sg (attic doric aeolic) διασπορεύς disperser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Diaspora — For other uses, see Diaspora (disambiguation). A diaspora (from Greek διασπορά, scattering, dispersion )[1] is the movement, migration, or scattering of people away from an established or ancestral homeland [2] or people dispersed by whatever… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”